ενεικονίζω — ἐνεικονίζω (Α) 1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας») 2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση 3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
ἐνεικονιζομένων — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp fem gen pl ἐνεικονίζω impart form to pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζομένη — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζομένην — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζομένοις — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζόμενα — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζόμεναι — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονιζόμενοι — ἐνεικονίζω impart form to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονισαμένη — ἐνεικονίζω impart form to aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονισαμένου — ἐνεικονίζω impart form to aor part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεικονίζεσθαι — ἐνεικονίζω impart form to pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)